επίπλευση

επίπλευση
Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να παρασυρθεί από έναν αφρό κατάλληλα παρασκευασμένο. Στην πράξη, το ορυκτό μετατρέπεται σε σωματίδια μικρών διαστάσεων και αιωρείται σε ένα υγρό, συνήθως νερό, που προκαλεί αφρό (π.χ. λάδι τρεμεντίνας)· στο αιώρημα αυτό διαβιβάζεται αέρας, ο αφρός που σχηματίζεται παρασύρει το ορυκτό, ενώ οι προσμείξεις, έχοντας τελείως διαβρεχτεί, καθιζάνουν. Η ικανότητα της διαβροχής σε μεγάλη ή μικρή κλίμακα εξαρτάται κυρίως από τη φύση του ορυκτού· όμως, μπορεί να επηρεαστεί από την προσθήκη κατάλληλων αντιδραστήρων ε. (διφαινυλοθειουρία, παράγωγα ξανθίνης κλπ.). Η παρουσία μικρών ποσοτήτων από κατάλληλες χημικές ενώσεις επιτρέπει να πραγματοποιηθεί η εκλεκτική ε., ο διαχωρισμός δηλαδή δύο ορυκτών μεταξύ τους. Ο σφαλερίτης και ο γαληνίτης, για παράδειγμα, διαχωρίζονται με ίχνη κυανιούχου αλκαλίου, τα οποία παρεμποδίζουν τον σφαλερίτη να παρασυρθεί. Η ε. είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά μέθοδος διαχωρισμού ορυκτών. Συσκευή επίπλευσης. Το λεπτοτεμαχισμένο ορυκτό εισάγεται από τον σωλήνα A· από πάνω (Γ) διοχετεύεται στο δοχείο ρεύμα αέρα, που με την παρουσία του αντιδραστηρίου επίπλευσης (Β) παράγει έναν αρκετά σταθερό αφρό. Οι φυσαλίδες του αέρα (Δ) προσκολλώνται στα σωματίδια του ορυκτού προκαλώντας την άνοδό τους στην επιφάνεια και τη συγκέντρωσή τους στο δοχείο Ε, ενώ οι προσμείξεις, εμποτισμένες τελείως από το υγρό, καθιζάνουν.
* * *
η (Α ἐπίπλευσις) [επιπλέω]
νεοελλ.
1. η παραμονή ή η άνοδος στην επιφάνεια ενός υγρού, η επιπόλαση, η μη βύθιση
2. ναυτ. η πλεύση ενός πλοίου εναντίον άλλου ή ἐπειτα από άλλο, σε στολοδρομία
3. (μεταλλ.) μέθοδος αποχωρισμού τών πολύτιμων μετάλλων με ανάμιξη ενός μίγματος με νερό και ανατάραξη
αρχ.
1. η ενέργεια τού επιπλέω, η πλεύση πάνω σε κάτι
2. (με εχθρ. σημασ.) πλεύση προς κάποια διεύθυνση, επίθεση κατά θάλασσαν («σφῶν ἐχόντων τὴν ἐπίπλευσιν ἀπὸ τοῡ πελάγους τε καὶ ἀνάκρουσιν» — ενώ αυτοί είχαν τη δυνατότητα τής κατά θάλασσαν επιθέσεως και τής επιστροφής, Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίπλευση — η 1. η παραμονή ή η άνοδος στην επιφάνεια υγρού. 2. (ναυτ.), το να πλέει πλοίο εναντίον άλλου πλοίου ή ύστερα από άλλο. 3. μεταλλουργική μέθοδος αποχωρισμού των πολύτιμων μετάλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιπλεύσῃ — ἐπιπλεύσηι , ἐπίπλευσις sailing against fem dat sg (epic) ἐπιπλέω sail upon pres part act fem dat sg (epic ionic) ἐπιπλέω sail upon aor subj mid 2nd sg ἐπιπλέω sail upon aor subj act 3rd sg ἐπιπλέω sail upon fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • επιπολασμός — ἐπιπολασμός, ὁ (AM) [επιπολάζω] επίπλευση*, επιπόλαση, παραμονή στη επιφάνεια αρχ. 1. τάση για ναυτία, αναγούλα 2. μτφ. προπέτεια, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρεπίπλευση — η (χημ. τεχνολ.) τεχνική επιπλεύσεως που αποσκοπεί στη συμπύκνωση και στον διαχωρισμό τών συστατικών τα οποία περιέχονται σε μεταλλευτικές λάσπες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. electroflottation < electro (πρβλ. ήλεκτρο *)… …   Dictionary of Greek

  • νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”